- δωδεκάμορφος
- -η, -ο (AM δωδεκάμορφος, -ον)αυτός που εμφανίζεται με δώδεκα μορφές.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δωδεκάμορφος — of twelve forms masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… … Dictionary of Greek